ιδιώτης

ιδιώτης
ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις)
1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.)
2. αυτός που ζει ιδιωτικό βίο, αυτός που δεν συμμετέχει στη δημόσια ζωή, ο απλός πολίτης («Δημοσθένει δὲ ὄντι ἰδιώτῃ», Θουκ.)
νεοελλ.
(ψυχιατρ.) αυτός που πάσχει από ιδιωτεία
μσν.-αρχ.
1. κοινός άνθρωπος τού λαού, άνθρωπος μεσαίας τάξης («οἱ ἰδιῶται καὶ πένητες», Πλούτ.)
2. λαϊκός, σε αντιδιαστολή με τους κληρικούς («ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῑ τὸ ἀμὴν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ», ΚΔ)
3. ως επίθ. ακαλλιέργητος, αμόρφωτος («εἰσὶ πολιτεῑαι, αἱ μὲν ἰδιωτῶν, αἱ δὲ φιλοσόφων καὶ πολιτικῶν», Αριστοτ.)
4. ως επίθ. ο άπειρος, ο αδίστακτος («ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται», Δημοσθ.)
αρχ.
1. στρατιώτης, σε αντιδιαστολή με τους αξιωματικούς
2. ο μη ειδικός, σε αντιδιαστολή με τον ειδικό («καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης», Θουκ.)
3. αυτός που μιλά ή γράφει χωρίς καλλιέπεια («ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης», Πλάτ.)
στον πληθ. οἱ ἰδιῶται
οι πολίτες, σε αντιδιαστολή με τους ξένους
5. φρ. α) «ἰδιῶται θεοί» — οικείοι θεοί (Αριστοφ.) β) «ἰδιώτης βίος» — ιδιωτικές ασχολίες (Πλάτ.)
γ) «ἰδιώτης λόγος» — ο τετριμμένος, ο συνηθισμένος, ο καθημερινός λόγος (Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιος (Ι) + κατάλ. -ώτης, πρβλ. δεσμ-ώτης, θιασ-ώτης. Η σημ. τής λ. «απλός πολίτης» αντιδιαστέλλεται προς τη σημ. «δημόσιος άνδρας», ενώ στην αρχ. αντιδιαστελλόταν και προς τη σημ. «ειδικός» από όπου εξελίχθηκε και στη σημ. «αμαθής, αδέξιος». Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. γαλλ. idiot < λατ. idiota < ιδιώτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰδιώτης — private person masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιώτης — ο 1. απλός πολίτης, αυτός που δεν κατέχει δημόσια αξιώματα: Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ως απλός ιδιώτης. – Οι μηνύσεις υποβλήθηκαν από ιδιώτες. 2. αυτός που πάσχει από ιδιωτεία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδιῶτα — ἰδιώτης private person masc voc sg ἰδιώτης private person masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιωτέων — ἰδιώτης private person masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιωτῶν — ἰδιώτης private person masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώταις — ἰδιώτης private person masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτην — ἰδιώτης private person masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτου — ἰδιώτης private person masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτῃ — ἰδιώτης private person masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιώτῃσι — ἰδιώτης private person masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”